πετεινάρι

πετεινάρι
το, Ν
1. μικρός πετεινός, κοκοράκι
2. μτφ. άνθρωπος ευερέθιστος και καβγατζής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πετεινός + κατάλ. -άρι (< υποκορ. κατάλ. -άριον), πρβλ. μοσχ-άρι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πετεινάρι — το ο μικρός, ο νεαρός πετεινός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -άρι — κατάλ. ουδέτερων ουσ. της Νέας Ελληνικής με πλήθος παραγώγων. Συνδέεται ετυμολογικά με την κατάλ. άριο* < αρχ. υποκορ. κατάλ. άριον ή < μσν. κατάλ. άριον < λατ. κατάλ. arium. Ήδη στους μεσαιωνικούς χρόνους απαντά η κατάλ. άριν (<… …   Dictionary of Greek

  • αλεκτορίδιο — το [ἀλέκτωρ] κοκοράκι, πετεινάρι …   Dictionary of Greek

  • αλεκτορίσκος — ἀλεκτορίσκος, ο (Α) κοκοράκι, πετεινάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τής λ. (ἀλέκτωρ, ορος] …   Dictionary of Greek

  • πετειναράκι — το, Ν μικρό πετεινάρι, κοκοράκι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”